- αδενδροτόμητος
- -η, -οτόπος ή περιοχή που δεν κόπηκαν τα δέντρα: Στη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου λίγες περιοχές στην Αττική έμειναν αδενδροτόμητες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.